εἴπηθ'

εἴπηθ'
εἴπητε , εἶπον
said
aor subj act 2nd pl (epic ionic)
εἴπητε , εἶπον
said
aor subj act 2nd pl
εἴπηται , εἶπον
said
aor subj mid 3rd sg (epic ionic)
εἴπηται , εἶπον
said
aor subj mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηδέποτε — (ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ) επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῑν δυνάμενα», ΚΔ) νεοελλ. μσν. κι ούτε ποτέ, και ποτέ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”